Κουρέλι στα δανικά

Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lap, pjalt, klud, rag, højspændingsforsyningsnettet, retningslinjerne for regionalstøtte
Κουρέλι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρέλι

το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας δανικά, κουρέλι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κουράζω στα δανικά - tucker, maler, i Tucker, af Tucker
  • κουρέας στα δανικά - frisør, barber, Barber-, Frisør-, Frisør
  • κουρασμένος στα δανικά - træt, trætte
  • κουραφέξαλα στα δανικά - nødder, møtrikker, møtrikkerne, nuts
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lap, pjalt, klud, rag, højspændingsforsyningsnettet, retningslinjerne for regionalstøtte