Κουρέλι στα ιταλικά
Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
straccio, brandello, cencio, panno, rag, pezza, di pezza
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρέλι
το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας ιταλικά, κουρέλι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κουράζω στα ιταλικά - affaticare, stancare, scialetto, Tucker, di Tucker, a Tucker
- κουρέας στα ιταλικά - barbiere, parrucchiere, Barber, di barbiere
- κουρασμένος στα ιταλικά - affaticare, stanco, stanchi, stanca, stanchezza, stancato
- κουραφέξαλα στα ιταλικά - noccioline, dadi, noci, frutta a guscio, i dadi
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: straccio, brandello, cencio, panno, rag, pezza, di pezza
Μεταφράσεις: straccio, brandello, cencio, panno, rag, pezza, di pezza