Κουρέλι στα σουηδικά
Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trasa, RAG, trasan, högspänningsnätet, trasa för
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρέλι
το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας σουηδικά, κουρέλι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κουράζω στα σουηδικά - trötta, tröttna, tucker, veck, veckaren
- κουρέας στα σουηδικά - barberare, barber, barberaren, frisör, frisören
- κουρασμένος στα σουηδικά - trött, trötta, trött på, tröttnat
- κουραφέξαλα στα σουηδικά - nötter, muttrar, muttrarna
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: trasa, RAG, trasan, högspänningsnätet, trasa för
Μεταφράσεις: trasa, RAG, trasan, högspänningsnätet, trasa för