Κουρέλι στα ρουμανικά
Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârpă, enerva, rag, carpa, de carpa, zdreanță
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρέλι
το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κουρέλι στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κουράζω στα ρουμανικά - obosi, Tucker, Slăbire, Yoga, Tucker a
- κουρέας στα ρουμανικά - frizer, caoforului, frizerie
- κουρασμένος στα ρουμανικά - obosit, obosită, săturat, obosiți, de obosit
- κουραφέξαλα στα ρουμανικά - nuci, fructe cu coajă lemnoasă, piulițe, piulițele, nucile
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: cârpă, enerva, rag, carpa, de carpa, zdreanță
Μεταφράσεις: cârpă, enerva, rag, carpa, de carpa, zdreanță