Κουρέλι στα φινλανδικά
Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
repale, nälviä, ryysy, murskata malmi, kova rakennuskivi, riepu, lumppu, rätti, RAG, rievulla, rätillä
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρέλι
το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κουρέλι στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- κουράζω στα φινλανδικά - päällyskumi, rengas, uuvuttaa, väsyä, väsyttää, tucker, parfyymit, ...
- κουρέας στα φινλανδικά - parturoida, parturi, Barber, Kampaamo
- κουρασμένος στα φινλανδικά - tympäännyttää, voipua, kyllästyttää, tympäistä, väsynyt, kyllästynyt, väsyneitä, ...
- κουραφέξαλα στα φινλανδικά - pötypuhe, kopeloida, pakoilla, sormeilla, välttää, pähkinät, mutterit, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: repale, nälviä, ryysy, murskata malmi, kova rakennuskivi, riepu, lumppu, rätti, RAG, rievulla, rätillä
Μεταφράσεις: repale, nälviä, ryysy, murskata malmi, kova rakennuskivi, riepu, lumppu, rätti, RAG, rievulla, rätillä