Κουρέλι στα τούρκικα
Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paçavra, çaput, şamata, kaba şaka, kaba şaka yapmak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρέλι
το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας τούρκικα, κουρέλι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κουράζω στα τούρκικα - yormak, tucker, kıvırma, ve manikür, Pedikür ve manikür
- κουρέας στα τούρκικα - berber, Barber, Kuaför, berberi, bir berber
- κουρασμένος στα τούρκικα - yorgun, bıkkın, tired, yorgunum
- κουραφέξαλα στα τούρκικα - fındık, somunlar, somun, somunları, kuruyemiş
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: paçavra, çaput, şamata, kaba şaka, kaba şaka yapmak
Μεταφράσεις: paçavra, çaput, şamata, kaba şaka, kaba şaka yapmak