Κουρέλι στα γερμανικά

Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lappen, lumpen, fummel, unfug, putzlappen, alttextilien, belästigen, fetzen, Lappen, Lumpen, Fetzen, Tuch, rag
Κουρέλι στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρέλι

το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας γερμανικά, κουρέλι στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • κουράζω στα γερμανικά - reifen, pneu, tucker, Einstecker, Faltenleger
  • κουρέας στα γερμανικά - bader, barbier, herrenfriseur, frisör, friseur, Friseur, Barbier, ...
  • κουρασμένος στα γερμανικά - erschöpfen, ermüden, müde, müden, leid, ermüdet
  • κουραφέξαλα στα γερμανικά - fälschung, fondant, pfuschen, fälschen, ausweichen, meiden, Nüsse, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: lappen, lumpen, fummel, unfug, putzlappen, alttextilien, belästigen, fetzen, Lappen, Lumpen, Fetzen, Tuch, rag