Κουρέλι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ануча, анучка, тряпка, баба
Κουρέλι στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρέλι

το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κουρέλι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κουράζω στα λευκορωσικά - Такер, пакуты Такер
  • κουρέας στα λευκορωσικά - цырульнік, цырульніца
  • κουρασμένος στα λευκορωσικά - змораны, стомлены
  • κουραφέξαλα στα λευκορωσικά - арэшкі, арэхі
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ануча, анучка, тряпка, баба