Οδοιπορία στα βουλγαρικά

Μετάφραση: οδοιπορία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
март, поход, марш, шествие, преход
Οδοιπορία στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδοιπορία

συν-οδοιπορία, οδοιπορία στο φωσ και τη σκιά τησ ελλάδασ, οδοιπορία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οδοιπορία στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οδηγός στα βουλγαρικά - директива, ръководство, водя, водач, гид, ръководи
  • οδηγώ στα βουλγαρικά - езда, път, карам, диск, път с кола, с кола
  • οδοντίατρος στα βουλγαρικά - зъболекар, стоматолог, зъболекаря
  • οδοντικός στα βουλγαρικά - зъболекарски, стоматологична, дентална, стоматологично, денталната
Τυχαίες λέξεις
Οδοιπορία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: март, поход, марш, шествие, преход