Οδοιπορία στα ουκρανικά

Μετάφραση: οδοιπορία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перетинати, пересікати, перехід, переселятись, марш, руш
Οδοιπορία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδοιπορία

συν-οδοιπορία, οδοιπορία στο φωσ και τη σκιά τησ ελλάδασ, οδοιπορία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οδοιπορία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • οδηγός στα ουκρανικά - водій, орієнтир, бізань-щогла, машиніст, кучері, посібник, довідник, ...
  • οδηγώ στα ουκρανικά - возити, крутити, їздити, вести, просіка, їхати, привод, ...
  • οδοντίατρος στα ουκρανικά - дантист, технік, стоматолог, зубний лікар, дантистка
  • οδοντικός στα ουκρανικά - зуб, зубний, зубної, зубною, зубного, зубному
Τυχαίες λέξεις
Οδοιπορία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перетинати, пересікати, перехід, переселятись, марш, руш