Οδοιπορία στα πολωνικά
Μετάφραση: οδοιπορία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyprawa, podróż, podróżować, posuwać, marsz, pochód, przemarsz, marzec, marca
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδοιπορία
συν-οδοιπορία, οδοιπορία στο φωσ και τη σκιά τησ ελλάδασ, οδοιπορία λεξικό γλώσσας πολωνικά, οδοιπορία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- οδηγός στα πολωνικά - sterownik, wskazówka, prowadnica, stangret, pokierować, szofer, woźnica, ...
- οδηγώ στα πολωνικά - odwieźć, napęd, zawieźć, pogrążyć, energia, determinacja, podjazd, ...
- οδοντίατρος στα πολωνικά - stomatolog, dentysta, dentysty, stomatologa, dentist
- οδοντικός στα πολωνικά - zębny, zębowy, stomatologiczny, dentystyczny, dentystyczne, stomatologiczne
Τυχαίες λέξεις
Οδοιπορία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wyprawa, podróż, podróżować, posuwać, marsz, pochód, przemarsz, marzec, marca
Μεταφράσεις: wyprawa, podróż, podróżować, posuwać, marsz, pochód, przemarsz, marzec, marca