Οδοιπορία στα εσθονικά
Μετάφραση: οδοιπορία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märts, märtsi, märtsil, marss, marsi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδοιπορία
συν-οδοιπορία, οδοιπορία στο φωσ και τη σκιά τησ ελλάδασ, οδοιπορία λεξικό γλώσσας εσθονικά, οδοιπορία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οδηγός στα εσθονικά - reisijuht, autojuht, draiver, suunama, teejuht, giid, abijoon, ...
- οδηγώ στα εσθονικά - sõit, tarm, tüürima, ajam, drive, autosõidu, sõita, ...
- οδοντίατρος στα εσθονικά - dentiin, hambaarst, hambaarsti, hambaarstile, hambaarstiga
- οδοντικός στα εσθονικά - uuristus, sälk, mõlk, hamba-, hambaravi, dental, hambaarsti, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδοιπορία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: märts, märtsi, märtsil, marss, marsi
Μεταφράσεις: märts, märtsi, märtsil, marss, marsi