Οδοιπορία στα ισλανδικά
Μετάφραση: οδοιπορία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mars, March, framrás, mars í, Mar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδοιπορία
συν-οδοιπορία, οδοιπορία στο φωσ και τη σκιά τησ ελλάδασ, οδοιπορία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οδοιπορία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- οδηγός στα ισλανδικά - bifreiðarstjóri, bílstjóri, fylgja, leiðbeina, leiða, að leiðbeina, að fylgja
- οδηγώ στα ισλανδικά - drífa, Drive, ökuferð, drif, akstursfjarlægð, akstur
- οδοντίατρος στα ισλανδικά - tannlæknir, tannlækni, tannlæknirinn, tannlæknis, tannlækninum
- οδοντικός στα ισλανδικά - tann, Dental, tannlæknaþjónustu, tannlækninga, tannlækningar
Τυχαίες λέξεις
Οδοιπορία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: mars, March, framrás, mars í, Mar
Μεταφράσεις: mars, March, framrás, mars í, Mar