Οδοιπορία στα ρωσικά

Μετάφραση: οδοιπορία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мигрировать, переселяться, переход, переселение, пересекать, марш, марта, Март, шествие, поход
Οδοιπορία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδοιπορία

συν-οδοιπορία, οδοιπορία στο φωσ και τη σκιά τησ ελλάδασ, οδοιπορία λεξικό γλώσσας ρωσικά, οδοιπορία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • οδηγός στα ρωσικά - экскурсовод, директива, поводырь, гуртовщик, наводить, бизань-мачта, путеводитель, ...
  • οδηγώ στα ρωσικά - накататься, агитация, просека, прогонять, загонять, разъезжать, увозить, ...
  • οδοντίατρος στα ρωσικά - дантист, стоматолог, стоматолога, зубной врач, дантиста
  • οδοντικός στα ρωσικά - протезист, зуб, зубоврачебный, дентальный, зубной, стоматологическая, стоматологической, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδοιπορία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: мигрировать, переселяться, переход, переселение, пересекать, марш, марта, Март, шествие, поход