Οδοιπορία στα ολλανδικά
Μετάφραση: οδοιπορία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mars, maart, opmars, March, tocht
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδοιπορία
συν-οδοιπορία, οδοιπορία στο φωσ και τη σκιά τησ ελλάδασ, οδοιπορία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οδοιπορία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- οδηγός στα ολλανδικά - chauffeur, vademecum, brengen, bestuurder, gidsboek, dirigeren, mennen, ...
- οδηγώ στα ολλανδικά - oprit, veldtocht, campagne, drijven, rijden, besturen, oprijlaan, ...
- οδοντίατρος στα ολλανδικά - tandarts, de tandarts, tand arts, tandarts te, dentist
- οδοντικός στα ολλανδικά - getand, tand-, tandheelkundige, tandheelkunde, tand, dentale
Τυχαίες λέξεις
Οδοιπορία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mars, maart, opmars, March, tocht
Μεταφράσεις: mars, maart, opmars, March, tocht