Οδοιπορία στα δανικά
Μετάφραση: οδοιπορία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
marts, march, marchen, marcherende, fremmarch
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδοιπορία
συν-οδοιπορία, οδοιπορία στο φωσ και τη σκιά τησ ελλάδασ, οδοιπορία λεξικό γλώσσας δανικά, οδοιπορία στα δανικά
Μεταφράσεις
- οδηγός στα δανικά - vejledning, lede, chauffør, fører, føre, guide, vejlede, ...
- οδηγώ στα δανικά - kørsel, drev, køretur, drevet
- οδοντίατρος στα δανικά - tandlæge, tandlægen
- οδοντικός στα δανικά - dental, tandlæge, tand, dentale, dentalt
Τυχαίες λέξεις
Οδοιπορία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: marts, march, marchen, marcherende, fremmarch
Μεταφράσεις: marts, march, marchen, marcherende, fremmarch