Συντροφιά στα βουλγαρικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дружба, общуване, компания, спътничество, другарство
Συντροφιά στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συντροφιά στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα βουλγαρικά - смазване, шляпам, шляпане, срязвам, смазвам
  • συντριπτικός στα βουλγαρικά - смачкване, раздробяване, трошене, натрошаване, на смачкване
  • συνυπάρχω στα βουλγαρικά - съществувам съвместно, съществуват заедно, съществува съвместно, съществуват успоредно, да съществува съвместно
  • συνωμοσία στα βουλγαρικά - фабула, заговор, конспирация, конспирацията
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дружба, общуване, компания, спътничество, другарство