Συντροφιά στα δανικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
selskab, kammeratskab, venskab, følgeskab, ledsagelse
Συντροφιά στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας δανικά, συντροφιά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα δανικά - knuse, squelch, kvæle, undertrykke, plaske, slubre
  • συντριπτικός στα δανικά - knusning, knuse, knusende, at knuse, knusning af
  • συνυπάρχω στα δανικά - sameksistere, eksistere side om side, side om side, eksistere, eksisterer side om side
  • συνωμοσία στα δανικά - sammensværgelse, konspiration, sammensværgelsen, komplot
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: selskab, kammeratskab, venskab, følgeskab, ledsagelse