Συντροφιά στα ισλανδικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
félagsskapur, félagsskap
Συντροφιά στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συντροφιά στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα ισλανδικά - rota, squelch
  • συντριπτικός στα ισλανδικά - alger, mylja, að mylja, crushing, mala
  • συνυπάρχω στα ισλανδικά - lifa, lifa saman, að lifa saman, tilheyrt
  • συνωμοσία στα ισλανδικά - samsæri, samsærið, samsæri til, samsæriskenningar, samsæri um
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: félagsskapur, félagsskap