Συντροφιά στα εσθονικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selts, kaaslaseks, kaaslase, seltskonnale, seltsi
Συντροφιά στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας εσθονικά, συντροφιά στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα εσθονικά - sööstma, nüpeldama, juhmistama, kummutama, kriips, elumehelikkus, lirtsutus, ...
  • συντριπτικός στα εσθονικά - purustav, hävitav, purustamine, purusti, purustamise, purustamist, purustamisel
  • συνυπάρχω στα εσθονικά - eksisteerida, eksisteerivad, koos eksisteerida, eksisteerivad koos, paralleelselt
  • συνωμοσία στα εσθονικά - joonestama, salaliit, vandenõu, vandenõus, vandenõust, vandenõuga
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: selts, kaaslaseks, kaaslase, seltskonnale, seltsi