Συντροφιά στα τούρκικα

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoldaşlık, arkadaşlık, refakat, eşlik, refakatçi
Συντροφιά στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας τούρκικα, συντροφιά στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα τούρκικα - yalamak, darbe, çiğnemek, şap, çamur, susturmak, pestilini çıkarmak
  • συντριπτικός στα τούρκικα - ezme, kırma, taş kırma, taş kırma makinesi, ezici
  • συνυπάρχω στα τούρκικα - arada, bir arada, arada var, bir arada var, birarada
  • συνωμοσία στα τούρκικα - komplo, komplosu, bir komplo, conspiracy, komplonun
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yoldaşlık, arkadaşlık, refakat, eşlik, refakatçi