Συντροφιά στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
companhia, camaradagem, companheirismo, companionship, a companhia
Συντροφιά στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συντροφιά στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα πορτογαλικά - aniquilar, licença, subjugar, oprima, acabrunhar, atordoar, esperto, ...
  • συντριπτικός στα πορτογαλικά - esmagador, esmagamento, esmagando, esmagar, trituração
  • συνυπάρχω στα πορτογαλικά - conviver, coexistir, coexistem, convivem, coexistência
  • συνωμοσία στα πορτογαλικά - compromisso, lote, penhorar, urdir, conspiração, conspiracy, de conspiração, ...
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: companhia, camaradagem, companheirismo, companionship, a companhia