Συντροφιά στα ιταλικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compagnia, la compagnia, compagno, companionship, di compagnia
Συντροφιά στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας ιταλικά, συντροφιά στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα ιταλικά - battere, lineetta, botta, battuta, leccare, colpo, percossa, ...
  • συντριπτικός στα ιταλικά - schiacciamento, frantumazione, di frantumazione, schiacciante, di schiacciamento
  • συνυπάρχω στα ιταλικά - coesistere, convivere, coesistono, coesistenza, convivono
  • συνωμοσία στα ιταλικά - trama, complotto, congiura, tramare, cospirazione, della cospirazione, del complotto
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: compagnia, la compagnia, compagno, companionship, di compagnia