Συντροφιά στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
општеството, дружба, дружењето, дружење, друштво, придружба
Συντροφιά στα σλαβομακεδονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συντροφιά στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα σλαβομακεδονικά - уништување, ги уништи
  • συντριπτικός στα σλαβομακεδονικά - дробење, гмечење, катастрофален, дроби, кршење
  • συνυπάρχω στα σλαβομακεδονικά - коегзистираат, опстанат, да опстанат, да коегзистираат, коегзистира
  • συνωμοσία στα σλαβομακεδονικά - заговор, конспирација, на заговор, заговорот, завера
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: општеството, дружба, дружењето, дружење, друштво, придружба