Συντροφιά στα ολλανδικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezelschap, kameraadschap, omgang, het gezelschap
Συντροφιά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συντροφιά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα ολλανδικά - duw, verbrijzelen, mep, tik, intrappen, bedelven, verpletteren, ...
  • συντριπτικός στα ολλανδικά - breken, verpletterend, verpletterende, verpletteren, het breken
  • συνυπάρχω στα ολλανδικά - naast elkaar bestaan, samenleven, samengaan, naast elkaar, coëxisteren
  • συνωμοσία στα ολλανδικά - machinatie, samenspanning, konkelarij, intrige, samenzwering, complot, verbintenis, ...
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gezelschap, kameraadschap, omgang, het gezelschap