Συντροφιά στα σουηδικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kamratskap, sällskap, companion, companionship, vänskapsrelationer
Συντροφιά στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας σουηδικά, συντροφιά στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα σουηδικά - stöt, rusa, tankstreck, slicka, slänga, squelch, krossa, ...
  • συντριπτικός στα σουηδικά - krossning, kross, krossa, krossan, att krossa
  • συνυπάρχω στα σουηδικά - samexistera, samexisterar, existera samtidigt, till samtidigt, existera
  • συνωμοσία στα σουηδικά - sammansvärjning, komplott, konspiration, stämpling, konspirationen
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kamratskap, sällskap, companion, companionship, vänskapsrelationer