Υπαγόρευση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диктовка, диктовката, диктовки, диктуване, на диктовка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση
υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υπαγόρευση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- υπήκοος στα βουλγαρικά - предмет, национален, гражданин, национално, националното, национална
- υπαγορεύω στα βουλγαρικά - предписание, диктувам, диктат, диктува, диктуват, да диктува
- υπαινίσσομαι στα βουλγαρικά - намеквам, промъквам, инсинуирам, вмъквам незабелязано
- υπαινιγμός στα βουλγαρικά - намек, нотка, подсказка, и намек
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: диктовка, диктовката, диктовки, диктуване, на диктовка
Μεταφράσεις: диктовка, диктовката, диктовки, диктуване, на диктовка