Υπαγόρευση στα ισλανδικά

Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dictation
Υπαγόρευση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση

υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπαγόρευση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπήκοος στα ισλανδικά - fag, málefni, landsvísu, National, ríkisborgari, innlenda, innlend
  • υπαγορεύω στα ισλανδικά - fyrirmæli, fyrirmæli um, segja til
  • υπαινίσσομαι στα ισλανδικά - insinuate
  • υπαινιγμός στα ισλανδικά - bending, Vísbending, vísbendingu, vísbending um, vott
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dictation