Υπαγόρευση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыктоўку, дыктоўка, дыктант, агульнанацыянальная дыктоўка
Υπαγόρευση στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση

υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, υπαγόρευση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • υπήκοος στα λευκορωσικά - нацыянальны, нацыянальнае, нацыянальная, нацыянальную
  • υπαγορεύω στα λευκορωσικά - дыктаваць
  • υπαινίσσομαι στα λευκορωσικά - намякаць, нагадваць пра, нагадваць, нагадваць пра тое
  • υπαινιγμός στα λευκορωσικά - намёк, намек
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дыктоўку, дыктоўка, дыктант, агульнанацыянальная дыктоўка