Υπαγόρευση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comando, ditado, de ditado, o ditado, ditados, ditado de
Υπαγόρευση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση

υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπαγόρευση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπήκοος στα πορτογαλικά - debelar, sujeito, assunto, sujeitar, tema, motivo, temas, ...
  • υπαγορεύω στα πορτογαλικά - distar, regulamento, regra, ordem, portaria, preceito, dados, ...
  • υπαινίσσομαι στα πορτογαλικά - insignificante, insinue, insinuar, insinuam, insinua, insinuando
  • υπαινιγμός στα πορτογαλικά - mula, sugestão, insinuação, dica, toque, pitada
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: comando, ditado, de ditado, o ditado, ditados, ditado de