Υπαγόρευση στα τούρκικα

Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emir, komut, dikte, diktasyon, imla, bir dikte, dikte çalışmaları
Υπαγόρευση στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση

υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας τούρκικα, υπαγόρευση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • υπήκοος στα τούρκικα - disiplin, konu, tema, ulusal, National, milli, ulusal bir
  • υπαγορεύω στα τούρκικα - emir, yazdırmak, dikte, belirleyecektir, dikte etmek, belirlemek
  • υπαινίσσομαι στα τούρκικα - ima etmek, ima, çivilenmiş, kurnazca
  • υπαινιγμός στα τούρκικα - ima, ipucu, hint, bir ipucu
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: emir, komut, dikte, diktasyon, imla, bir dikte, dikte çalışmaları