Υπαγόρευση στα πολωνικά
Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyktando, dyktator, dyktowanie, Dictation, dyktowania, dyktafon
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση
υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας πολωνικά, υπαγόρευση στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- υπήκοος στα πολωνικά - uzależnić, temat, ulegać, ulęgać, podmiot, poddać, poddawanie, ...
- υπαγορεύω στα πολωνικά - rozkazywać, dyktat, rozkaz, nakaz, nakazywać, podyktować, przepis, ...
- υπαινίσσομαι στα πολωνικά - wciskać, podsumowywać, insynuować, sugerować, insinuate
- υπαινιγμός στα πολωνικά - podpowiedź, przycinek, aluzja, domyślnik, przymówka, rada, pomoc, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dyktando, dyktator, dyktowanie, Dictation, dyktowania, dyktafon
Μεταφράσεις: dyktando, dyktator, dyktowanie, Dictation, dyktowania, dyktafon