Υπαγόρευση στα φινλανδικά

Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käsky, päällikkyys, määräys, sanelu, sanelun, sanelua, sanelusta, dictation
Υπαγόρευση στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση

υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, υπαγόρευση στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπήκοος στα φινλανδικά - kansalainen, altistaa, kohde, syy, alistua, tieteenala, taipuvainen, ...
  • υπαγορεύω στα φινλανδικά - määrätä, johtosääntö, määräys, sanella, komentaa, hallituksen antama väliaikainen säädös, käsky, ...
  • υπαινίσσομαι στα φινλανδικά - vihjailla, vihjata, insinuate, diskreetisti
  • υπαινιγμός στα φινλανδικά - vinkki, vihjaus, niksi, viitata, vihjata, vihje, ripaus, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: käsky, päällikkyys, määräys, sanelu, sanelun, sanelua, sanelusta, dictation