Υπαγόρευση στα ουγγρικά

Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diktálás, parancsolás, tollbamondás, diktálást, diktálási, diktált, diktafon
Υπαγόρευση στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση

υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, υπαγόρευση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • υπήκοος στα ουγγρικά - állampolgár, tantárgy, nemzeti, a nemzeti, országos, előterjesztő, hazai
  • υπαγορεύω στα ουγγρικά - diktál, diktálják, diktálja, diktálni, szabja
  • υπαινίσσομαι στα ουγγρικά - gyanúsít, célozgat, beférkőzik, célozni
  • υπαινιγμός στα ουγγρικά - behízelgés, célozgatás, hivatkozás, célzás, utalás, csipetnyi, hint, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: diktálás, parancsolás, tollbamondás, diktálást, diktálási, diktált, diktafon