Υπαγόρευση στα σουηδικά

Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dikte, diktamen, dikterings, diktering, diktat
Υπαγόρευση στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση

υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας σουηδικά, υπαγόρευση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • υπήκοος στα σουηδικά - ämne, tema, föremål, subjekt, nationell, nationella, nationellt, ...
  • υπαγορεύω στα σουηδικά - befallning, stadga, diktera, dikterar, bestämma, att diktera, avgör
  • υπαινίσσομαι στα σουηδικά - insinuera, insinuerar, insinuate, antyda
  • υπαινιγμός στα σουηδικά - allusion, antydan, ledtråd, är relativt, antyda, vink
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: dikte, diktamen, dikterings, diktering, diktat