Υπαγόρευση στα λιθουανικά
Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsakymas, diktantas, Diktavimo, diktavimas, diktanto, diktuojamo teksto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση
υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υπαγόρευση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- υπήκοος στα λιθουανικά - tema, disciplina, nacionalinis, nacionalinė, nacionalinės, nacionalinių, pilietis
- υπαγορεύω στα λιθουανικά - diktuoti, diktuoja, nusako
- υπαινίσσομαι στα λιθουανικά - įsiteikti, įsimeilinti, teigti užuominomis, nepastebimai prakišti, Zainsynuować
- υπαινιγμός στα λιθουανικά - užuomina, Patarimas, užuominą, užuominos, Hint
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įsakymas, diktantas, Diktavimo, diktavimas, diktanto, diktuojamo teksto
Μεταφράσεις: įsakymas, diktantas, Diktavimo, diktavimas, diktanto, diktuojamo teksto