Υπαγόρευση στα δανικά

Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
diktat, diktering, diktaten, af diktat, dikteret
Υπαγόρευση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση

υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας δανικά, υπαγόρευση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υπήκοος στα δανικά - tema, fag, emne, national, nationale, nationalt, den nationale, ...
  • υπαγορεύω στα δανικά - diktere, dikterer, at diktere
  • υπαινίσσομαι στα δανικά - insinuere, antyde, insinuerer, snige
  • υπαινιγμός στα δανικά - vink, hentydning, hint, Tip, antydning
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: diktat, diktering, diktaten, af diktat, dikteret