Υφιστάμενος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
младшия, ток, текущ, текущата, настоящата, текущия
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος
υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υφιστάμενος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- υφαντής στα βουλγαρικά - тъкач, Уивър, Weaver, Уийвър, тъкачка
- υφηγητής στα βουλγαρικά - лектор, преподавател, лектора
- υψόμετρο στα βουλγαρικά - височина, надморска височина, надморската височина, Надморско равнище, надморска
- υψώνω στα βουλγαρικά - поднивата, повишаване на, повдигне, повиши, повишаване, се повиши
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: младшия, ток, текущ, текущата, настоящата, текущия
Μεταφράσεις: младшия, ток, текущ, текущата, настоящата, текущия