Υφιστάμενος στα γερμανικά

Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zweitrangig, unterordnenden, untergeordnet, junior, jünger, kuli, Strom, aktuell, aktuellen, aktuelle
Υφιστάμενος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος

υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας γερμανικά, υφιστάμενος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • υφαντής στα γερμανικά - weber, Weber, weaver, Weberin
  • υφηγητής στα γερμανικά - dozent, lehrbeauftragter, lehrbeauftragte, lektor, Dozent, Dozentin, Lehrbeauftragter, ...
  • υψόμετρο στα γερμανικά - höhe, höhenlage, Höhe, Höhen, Höhenlage
  • υψώνω στα γερμανικά - lupfen, erfolgserlebnis, wiederbeleben, erregen, klauen, gehaltszulage, erziehen, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zweitrangig, unterordnenden, untergeordnet, junior, jünger, kuli, Strom, aktuell, aktuellen, aktuelle