Υφιστάμενος στα ισλανδικά

Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
núverandi, Current, nú, straumur, Núgild
Υφιστάμενος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος

υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υφιστάμενος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • υφαντής στα ισλανδικά - Weaver
  • υφηγητής στα ισλανδικά - lektor, fyrirlesari, kennari, stundakennari, kennir
  • υψόμετρο στα ισλανδικά - hæð, flughæð, hæðar, hæð yfir sjávarmáli, hæð yfir sjó
  • υψώνω στα ισλανδικά - hækka, reisa, að hækka, auka, hækkað, vekja
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: núverandi, Current, nú, straumur, Núgild