Υφιστάμενος στα σουηδικά
Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ström, nuvarande, aktuella, aktuell
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος
υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας σουηδικά, υφιστάμενος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- υφαντής στα σουηδικά - vävare, weaver, vävaren, väverskan
- υφηγητής στα σουηδικά - föreläsare, lektor, universitetslektor, adjunkt, föredragshållare
- υψόμετρο στα σουηδικά - altitud, höjdnivå, höjd, höjden
- υψώνω στα σουηδικά - uppföra, öka, upphäva, lyfta, höja, upprätta, hiss, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ström, nuvarande, aktuella, aktuell
Μεταφράσεις: ström, nuvarande, aktuella, aktuell