Υφιστάμενος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ток
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος
υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, υφιστάμενος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- υφαντής στα λευκορωσικά - ткач
- υφηγητής στα λευκορωσικά - выкладчык, выкладчыца
- υψόμετρο στα λευκορωσικά - буда, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня
- υψώνω στα λευκορωσικά - абрабiць, аддаць, аддаваць, падымаць, паднімаць, ўзнімаць, ўздымаць, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ток
Μεταφράσεις: ток