Υφιστάμενος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subordinar, submeter, subordinado, inferior, submeta, subalterno, atual, corrente, actual, atuais, de corrente
Υφιστάμενος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος

υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υφιστάμενος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υφαντής στα πορτογαλικά - tecelão, Weaver, tecelã, do tecelão, tecedor
  • υφηγητής στα πορτογαλικά - conferencista, professor, palestrante, docente, conferente
  • υψόμετρο στα πορτογαλικά - altura, altitude, de altitude, altitude de, a altitude
  • υψώνω στα πορτογαλικά - aumento, elevar, alar, erigir, elevador, melhorar, impermeável, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: subordinar, submeter, subordinado, inferior, submeta, subalterno, atual, corrente, actual, atuais, de corrente