Υφιστάμενος στα τούρκικα
Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akım, mevcut, geçerli, güncel, cari
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος
υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας τούρκικα, υφιστάμενος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- υφαντής στα τούρκικα - dokumacı, weaver, bir dokumacı, dokuyan
- υφηγητής στα τούρκικα - okutman, öğretim görevlisi, öğretim, öğretim üyesi, konuşmacı
- υψόμετρο στα τούρκικα - yükseklik, irtifa, rakım, rakımlı, altitude
- υψώνω στα τούρκικα - kaldırmak, yükseltmek, çoğaltmak, artırmak, arttırmak, yükseltmeye
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: akım, mevcut, geçerli, güncel, cari
Μεταφράσεις: akım, mevcut, geçerli, güncel, cari