Υφιστάμενος στα δανικά

Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
junior, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
Υφιστάμενος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος

υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας δανικά, υφιστάμενος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υφαντής στα δανικά - væver, Weaver, væveren, af væver, væverske
  • υφηγητής στα δανικά - foredragsholder, lektor, underviser, underviseren, forelæser
  • υψόμετρο στα δανικά - højde, højden, altitude, højder
  • υψώνω στα δανικά - elevator, avle, hæve, opdrage, løfte, øge, rejse, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: junior, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende