Υφιστάμενος στα ιταλικά

Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sottoposto, inferiore, corrente, attuale, corrente di, di corrente, correnti
Υφιστάμενος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος

υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας ιταλικά, υφιστάμενος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • υφαντής στα ιταλικά - tessitore, Weaver, tessitrice, del tessitore, tessitore di
  • υφηγητής στα ιταλικά - oratore, docente, conferenziere, professore, docente di, relatore
  • υψόμετρο στα ιταλικά - quota, altitudine, altezza, altitudine al, altitudine al di, un'altitudine
  • υψώνω στα ιταλικά - aumento, ascensore, costruire, allevare, accrescere, rialzare, innalzare, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sottoposto, inferiore, corrente, attuale, corrente di, di corrente, correnti