Υφιστάμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aankomend, achterstellen, beginnend, ondergeschikte, mindere, stroom, courant, actueel, huidige, actuele
Υφιστάμενος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος

υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υφιστάμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υφαντής στα ολλανδικά - wever, weaver, wever van, de Wever, De Wever van
  • υφηγητής στα ολλανδικά - lector, spreker, docent, lesgever, titularis
  • υψόμετρο στα ολλανδικά - hoogte, stand, de hoogte, hoogteverschil
  • υψώνω στα ολλανδικά - verheffen, verhogen, opdrijven, opgraven, bouwen, lift, ophogen, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aankomend, achterstellen, beginnend, ondergeschikte, mindere, stroom, courant, actueel, huidige, actuele