Υφιστάμενος στα νορβηγικά
Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
junior, strøm, aktuell, nåværende, gjeldende, dagens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος
υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, υφιστάμενος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- υφαντής στα νορβηγικά - vever, weaver, veveren
- υφηγητής στα νορβηγικά - foreleser, foredragsholder, faglærer, foreleseren
- υψόμετρο στα νορβηγικά - høyde, høyden, høyde over havet
- υψώνω στα νορβηγικά - løfte, forhøye, oppfostre, lette, heis, elevator, heve, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: junior, strøm, aktuell, nåværende, gjeldende, dagens
Μεταφράσεις: junior, strøm, aktuell, nåværende, gjeldende, dagens