Εφευρετικότητα στα γαλλικά

Μετάφραση: εφευρετικότητα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débrouillardise*, astuce, ingéniosité, industrie, intelligence, inventivité, invention, l'inventivité, d'inventivité
Εφευρετικότητα στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφευρετικότητα

εφευρετικότητα translate, εφευρετικότητα ορισμος, εφευρετικότητα αγγλικα, καθοδηγούμενη εφευρετικότητα, εφευρετικότητα στα αγγλικα, εφευρετικότητα λεξικό γλώσσας γαλλικά, εφευρετικότητα στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • εφευρίσκω στα γαλλικά - mener, inventer, s'arranger, exécuter, ménager, effectuer, forger, ...
  • εφευρετικός στα γαλλικά - inventif, inventive, invention, l'invention, selon l'invention
  • εφεύρεση στα γαλλικά - découverte, invention, imagination, fable, fiction, innovation, présente invention
  • εφηβεία στα γαλλικά - adolescent, jeunesse, adolescence, jouvence, puberté, la puberté, de la puberté
Τυχαίες λέξεις
Εφευρετικότητα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: débrouillardise*, astuce, ingéniosité, industrie, intelligence, inventivité, invention, l'inventivité, d'inventivité