Εφευρετικότητα στα τούρκικα

Μετάφραση: εφευρετικότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inventiveness, yaratıcılığı, yaratıcılık, buluşçuluk
Εφευρετικότητα στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφευρετικότητα

εφευρετικότητα translate, εφευρετικότητα ορισμος, εφευρετικότητα αγγλικα, καθοδηγούμενη εφευρετικότητα, εφευρετικότητα στα αγγλικα, εφευρετικότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, εφευρετικότητα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εφευρίσκω στα τούρκικα - icat etmek, planlamak, contrive, icat, argaç
  • εφευρετικός στα τούρκικα - yaratıcı, buluşa, buluş, buluşa ait, buluşa uygun
  • εφεύρεση στα τούρκικα - icat, buluş, buluşun, Bu buluş
  • εφηβεία στα τούρκικα - ergenlik, puberte, erginlik, puberty, püberte
Τυχαίες λέξεις
Εφευρετικότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: inventiveness, yaratıcılığı, yaratıcılık, buluşçuluk